- περιφρονητικός
- η , ό[ν] презрительный, пренебрежительный;
περιφρονητική συμπεριφορά ( — или στάση) — пренебрежительное отношение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
περιφρονητική συμπεριφορά ( — или στάση) — пренебрежительное отношение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
περιφρονητικός — ή, ό / περιφρονητικός, ή, όν, ΝΜΑ [περιφρονητής] αυτός που εκφράζει περιφρόνηση, που γίνεται για να δείξει περιφρόνηση. επίρρ... περιφρονητικῶς ΝΜΑ και περιφρονητικά Ν με περιφρόνηση, με τρόπο που δείχνει περιφρόνηση … Dictionary of Greek
περιφρονητικός — ή, ό αυτός που δείχνει περιφρόνηση: Του έριξε ένα περιφρονητικό βλέμμα, που έλεγε πολλά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περιφρονητικούς — περιφρονητικός contemptuous masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιφρονητικῶς — περιφρονητικός contemptuous adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηρίο — και θεριό, το (ΑΜ θηρίον) 1. άγριο ζώο, αγρίμι 2. μτφ. για πρόσ. άσπλαχνος, σκληρόκαρδος, ωμός, σκληρός, απάνθρωπος (α. «αυτός είναι θηρίο ανήμερο» β. «ώ δειλότατον συ θηρίον», Αριστοφ.) νεοελλ. 1. μτφ. (για μεγαλόσωμο άνθρωπο και για ασθενή που… … Dictionary of Greek
μύξα — η (ΑΜ μύξα) 1. γλοιώδης ουσία που εκκρίνεται από τον βλεννογόνο τής μύτης, βλέννα (α. «κρύωσε και τρέχουν οι μύξες του» β. «μύξη κατάρρυτος», Ευστ.) 2. κάθε έκκριση που έχει γλοιώδη, βλεννώδη σύσταση νεοελλ. 1. (ως περιφρονητικός χαρακτηρισμός)… … Dictionary of Greek
ξέρασμα — το 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξερνώ, ο εμετός, το ξερατό 2. συν. στον πληθ. τα ξεράσματα μτφ. λόγια και πράξεις που προκαλούν αηδία («τί ξεράσματα είναι αυτά που μού λές») 3. (ως περιφρονητικός χαρακτηρισμός) αντιπαθητικό άτομο. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
ολίγωρος — η, ο (ΑΜ ὀλίγωρος, ον) αυτός που δείχνει αδιαφορία, αυτός που δεν φροντίζει κάτι όσο πρέπει, αμελής («οὐδεὶς οὔτε γέρων οὔτε ὀλίγωρος οὕτως ἐστίν, ὅστις οὑχὶ βοηθήσειεν ἄν», Δημοσθ.) μσν. αρχ. (για πρόσ. και πράγματα) αυτός που καταφρονεί,… … Dictionary of Greek
καταφρονητικός — ή, ό επίρρ. ά περιφρονητικός: Η στάση του ήταν καταφρονητική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)